φλογί

φλογί
φλόξ
flame
fem dat sg
φλογίς
piece of broiled flesh
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • пламы — ПЛАМ|Ы (164), ЕНЕ с. 1.Пламя, огонь: ѡ||баче къ нѥмѹ не приближитес˫а да не пожьжеть вы пламень дьржѧ въ ѹстѣхъ. (φλόγα) ЖФСт к. XII, 134–135; пламень великъ зѣло. ѿ вьрьха цр҃квьнааго ишьдъ… прѣиде на дрѹгыи хълъмъ. ЖФП XII, 56а; ини же видѧхѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • LYCHNIS vel LYCHNITES gemma — memoratur Luciano in Syria Dea Λίθον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ φορέει, λυχνὶς καλέεται Α᾿πὸ τούτου εν νυκτὶ σέλας πολλὸν ἀπολάμπεται ὑπὸ δὲ οἱ καὶ ὁ νηὸς ἅπας οἷον ὑπὸ λύχνοισι φαίνεται εν ἡμέρῃ δὲ τὸ μὲν φέγγος ἀςθενέει, ἰδέην δὲ ἔχει κάρτα πυρώδεα, Gemmam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MOSYCHLUS — mons Lemni, in quo fornax Vulcani, de quo Hesych. et Nicander in Theriacis v. 472. Η῾ Σάου, ἤε Μοσύχλου. Ubi Scholiastes haec citat ex Antimacho: Η῎φαίςτου πυρὶ εἴκελον, ἣν ῥα τιτύσκες Δαίμων ἀκροτάταις ὄρεος κορυφαῖσι Μοσύχλου. Quales in summa… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενδαίω — (I) ἐνδαίω (Α) 1. ανάβω μέσα σε κάποιον («γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα» η Ήρα άναβε γλυκό πόθο μέσα στην ψυχή τών ημιθέων) 2. φρ. α) «ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται» τα μάτια του έκαιγαν, έβγαζαν σπίθες β) «βέλος δ ἐνεδαίετο κούρῃ φλογὶ εἴκελον» το …   Dictionary of Greek

  • επίφορος — ο (Α ἐπίφορος, ον) [επιφέρω] νεοελλ. ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο τού πλοίου, κν. άνεμος τής φούσκας αρχ. 1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.] 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • θεόπυρος — θεόπυρος, ον (Α) ο αναμμένος από τους θεούς («φλογὶ θεοπύρῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πυρος (< πυρ), πρβλ. αυτό πυρος, δορύ πυρος] …   Dictionary of Greek

  • κεραύνιος — α, ο (ΑΜ κεραύνιος, ία ον, Α καί ος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος 2. κεραύνειος* 3. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • σταθευτός — ή, όν, Α [σταθεύω] 1. καμένος, καψαλισμένος («σταθευτὸς δ ἡλίου φοίβου φλογὶ χροιᾱς ἀμείψεις ἄνθος», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πεφλογισμένος ἡρέμα» …   Dictionary of Greek

  • υποκροκαίνομαι — Μ [κρόκος] σπινθηροβολώ («τῶν ὀφθαλμῶν ὑποκροκαινομένων τῇ φλογὶ τῆς ἀνοίας», Θεοφύλ. Σ.) …   Dictionary of Greek

  • φέγγω — ΝΜΑ 1. (μτβ.) ρίχνω φως πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω (α. «το βραδινό μας το λυχνάρι / που θα μάς φέγγει μέσ στο σπίτι», Παλαμ. β. «φλογὶ φέγγεται λειμών», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω (α. «φέγγει τό πρόσωπό του από χαρά» β. «ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”